Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

A wolf at the door - radiohead

Drag him out your window
Dragging out your dead
Singing I miss you
Snakes and ladders
Flip the lid
Out pops the cracker
Smacks you in the head
Knifes you in the neck
Kicks you in the teeth
Steel toe caps
Takes all your credit cards
Get up get the gunge
Get the eggs
Get the flan in the face
The flan in the face
The flan in the face
Dance you fucker dance you fucker
Don't you dare
Don't you dare
Don't you flan in the face
Take it with the love is given
Take it with a pinch of salt
Take it to the taxman
Let me back let me back
I promise to be good
Don't look in the mirror
At the face you don't recognize
Help me call the doctor
Put me inside
Put me inside
Put me inside
Put me inside
Put me inside
I keep the wolf from the door
But he calls me up
Calls me on the phone
Tells me all the ways that he's gonna mess me up
Steal all my children
If I don't pay the ransom
But I'll never see them again
If I squeal to the cops
No no no no no no no:
Walking like giant cranes ah
With my x ray eyes i strip you naked
In a tight little world and why are you on the list?
Stepford wives who are we to complain?
Investments and dealers investments and dealers
Cold wives and mistresses
Cold wives and sunday papers.
City boys in first class
Don't know we're born little
Someone else is gonna come and clean it up
Born and raised for the job
Someone else always does always pick it up
Get over get up get over
Turn the tape off.
I keep the wolf from the door
But he calls me up
Calls me on the phone
Tells me all the ways that he's gonna mess me up
Steal all my children
If I don't pay the ransom
But I'll never see them again
If I squeal to the cops
So I'm just gonna'

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

διάλογος σε τηλέφωνο

(Τοποθετείται αρκετές εβδομάδες πίσω...)


Ποιος μου μιλαει;
Λίγο πιο δυνατά αν θες, δεν ακούω.
Α, εσύ είσαι πάλι.
Τι θέλεις. Θα σου πω εγώ, τίποτα.
Αν ήθελες κάτι θα το 'χες πει και νωρίτερα.
Θελω να γελάω, να χορεύω, να κοιμάμαι.
Έτσι θα είμαι καλά εγώ.
Να ξενυχτάω, να διαβάζω, να μαγειρεύω.
Έτσι θα ελευθερωθώ εγώ.
Θες να είσαι μέσα σε αυτό; Καλώς. Αν δε θες κατέβασε το ακουστικό σε παρακαλώ.
Ναι, γεια.
Τα μαλλιά της κρέμονται απεριποίητα. Καταλήγουν να χύνονται πάνω στο τετράδιο. Το τετράδιο με τα γραμματάκια, τα γράμματα. Τα μαλλιά που λιγοστεύουν κι ο χρόνος που τελείωνει. Τελειώνει, ναι.

Μοιάζουν με προστατευτικό κάλυμμα ή με κουρτίνα ώρες ώρες. Με προστατεύουν λες; Από τι με προστατεύουν; Τι να την κάνω την προστασία τώρα, ξανασκέφτομαι, τελείωσε κι αυτό. Τελείωσε.

Στο δρόμο δεν υπάρχουν πια βελάκια που να δείχνουν πού να πας, πότε να πας, με τι ταχύτητα. Φοβάμαι ότι μια βιάζομαι, μια αργώ και βέβαια κι εσύ δε βοηθάς στις ισορροπίες και άλλωστε εγώ συνεχώς φοβάμαι.

Κι απ΄την άλλη ψάχνω δρόμους χαραγμένους. Εγώ. Εγώ που ο,τι ετοιμοπαράδοτο το κοιτάω από πάνω ως κάτω με χίλιες διαφορετικές ματιές πριν το αγοράσω.

Τι διαφορετικές ανάγκες, πόσο διαφορετικά βλέμματα, πόσο λανθασμένοι χρόνοι;

Μέτρα αντιφάσεις και τελείωσες.





Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Μη μου ζητάς να έχω μέτρο, εγώ θα εκραγώ. Είναι το κεφάλι μου ένα κουβάρι με κλωστές κι εσύ τις τραβάς μία μία απρόσεχτα και μπερδεύονται κι άλλο. Ένα ουρλιαχτό μου έσκισε τον αέρα γύρω μας. Ή μήπως βγήκε από σένα;

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

εμετός

Με ακολουθούσε παντού κάποτε. Στο φαγητό, στη βόλτα, στα μαθήματα. Ακόμα κοιμόταν μαζί μου κάποιες φορές όταν αγχωνόμουν αρκετά για να τρέμω στον ύπνο μου. Ερχόταν σαν σκιά βαριά με φόρα, ερχόταν και με πλάκωνε, μου τραβούσε τα μαλλιά, με έγδερνε, με χάιδευε και με αγκάλιαζε. Μια αγκαλιά τόσο γεμάτη -τόσο άδεια. Ξυπνούσα και ένιωθα τις μαχαιριές στην πλάτη μου. Μαχαιριές, η μία πίσω απ' την άλλη, με μαχαίρωνε συνεχώς, γέμιζα πληγές που δεν φαίνονταν αλλα ήταν εκεί. Ουλές.

Κι έπειτα ερχόταν μαζί μου και στο μπάνιο. Δίπλωνε τα μακριά του χέρια γύρω απ' τη μέση μου, πείραζε την κοιλιά μου, μου χαμογελούσε καθώς άγγιζε το στήθος μου κι εγώ τιναζόμουν σα να μην ήθελα τάχα. Μετά με έπνιγε. Τα χέρια του μια μάζα άμορφη, χρώματα δεν ξεχώριζα κι έπειτα μαύρο μόνο να τυλίγονται στο κορμί μου, στα πόδια μου, στο στήθος μου, στο λαιμό μου, έκλειναν τα μάτια μου και με έσφιγγε μέχρι που η μπανιέρα γέμιζε με έναν εμετό ονείρων και σκέψεων που ποτέ δε φανερώθηκαν, ποτέ κανένας δεν έμαθε, ποτέ δεν τις άκουσα κι εγώ η ίδια.