Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

ΚΟΚΚΙΝΟ

Όλα ξεκίνησαν με εκείνες τις μπότες τις κόκκινες.
Έμμονη ιδέα μου είχαν γίνει – όπου κι αν πήγαινα μπροστά μου! Ε, τις αγόρασα. Έτσι ξεκίνησε.

Κόκκινες μπότες, κόκκινο παλτό.

Παντού έτσι κυκλοφορούσα, στα κόκκινα. Όποτε είχε κρύο φορούσα τα γάντια μου τα μαύρα, να σπάει. Και το κασκόλ σου το μπορντό, ναι.

Τα ράφια μου, τα κουτιά μου, τα καλάθια μου.

Ταξινομούσα τα πράγματά μου στα χρώματα του ρόδου και μια φωτογραφία που κάηκε την έσκισα.

Η μπογιά, η πένα μου.

Έβαψα έναν τοίχο στην αποθήκη κόκκινο κι αγόρασα και μια πένα για να μπορώ να τον γεμίσω με τα ορνιθοσκαλίσματα μου – με λίγη κομψότητα.

Φράουλες…

Άμα ζέστανε ο καιρός δεν είχα τι να κάνω. Ο τοίχος γέμισε μουντζούρες. Έβγαλα τις μπότες. Έβγαλα και το παλτό. Το πέταξα στο πατάρι κι άρχισα να δαγκώνομαι.


Κόκκινα χείλη.


Κι έτσι, με το αίμα να κυλάει στα αυλάκια που σχηματίζονταν ανάμεσα στα πλακάκια της κουζίνας, σύρθηκα ως το κλουβί μου και κούρνιασα εκεί. Μαζεύτηκα σε μια γωνιά, λέρωσα τα ρούχα μου, τα στρωσίδια μου, τα μαξιλάρια μου. Βρήκα την καμένη φωτογραφία απ’ τη νύχτα που με έδιωξες ξεσκισμένη, τις μπότες που πέταξες γιατί βαρέθηκες, την πένα που στράβωσες γιατί κουράστηκες να γράφω, τον έρωτα που ποτέ δεν κατάφερες να πνίξεις με το κασκόλ και το λερωμένο μαχαίρι που μου χάρισες καθώς κλείδωνες το κλουβί.